ὅμως

ὅμως
ὅμως adversative particle (ὁμός ‘common’; Hom.+; Schwyzer II 582f) all the same, nevertheless, yet strengthened ὅμ. μέντοι (s. μέντοι 2) J 12:42.—Paul’s two-fold epistolary use of the word is peculiar, yet analogous to J’s use: ὅμως τὰ ἄψυχα φωνὴν διδόντα … ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ δῷ, πῶς γνωσθήσεται … 1 Cor 14:7 and ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῖ Gal 3:15. As a rule these passages are explained on the basis of hyperbation or displacement of ὅμως, retaining the mng. ‘nevertheless’; so for Gal 3:15 the transl. would be ‘even though it involves only a person’s last will and testament, nevertheless no one annuls it’ (so, gener., EBurton, ICC, Gal 1920, 178f; cp. passages like X., Cyr. 5, l, 26 [Kühner-G. II 85f]). But since ὁμ. introduces a comparison both times in Paul (οὕτως follows it in 1 Cor 14:9), we do better (with B-D-F §450, 2) to understand ὅμ. as influenced by the older ὁμῶς ‘equally, likewise’ (cp. the ambivalent use Od. 11, 565). The transl. would be greatly simplified, and we can render ὅμ. simply likewise, also (JJeremias, ZNW 52, ’61, 127f agrees).—DELG s.v. ὁμό. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομώς — ὁμῶς (Α) επίρρ. βλ. ομός …   Dictionary of Greek

  • ὅμως — all the same indeclform (conj) ὁμόω unite imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… …   Dictionary of Greek

  • όμως — σύνδ. εναντιωματ., αλλά, ωστόσο, μα, μολονότι: Το ποτάμι δεν κυλά, έχει ξεχάσει τη θάλασσα κι όμως υπάρχει θάλασσα (Γ. Σεφέρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμῶς — ὁμόω unite pres ind act 2nd sg (doric) ὁμῶς equally indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμώς — ὁμός one and the same masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνιαρὸν ὃν τὸ κτῆμ’, ἀναγκαῖον δ’ὅμως. — См. Необходимое зло …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”